- αγγελοπρόσωπος
- -η, -οαυτός που έχει αγγελικό πρόσωπο, που είναι πολύ όμορφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγελοπρόσωπος — η, ο αυτός που έχει πρόσωπο, μορφή αγγέλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek